- σειριάζω
- σειρῖάζω,A sparkle, twinkle, given as etym. of Σειρῆνες used as name of the planets, Anon. ap. Theo Sm.p.146H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σειριάζω — και σειράζω Α [Σείριος] 1. σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ 2. (για κεραυνό) πλήττω, χτυπώ … Dictionary of Greek
σειριᾶν — σειρῑᾶν , σειρῖάζω sparkle fut part act masc voc sg (doric aeolic) σειρῑᾶν , σειρῖάζω sparkle fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σειρῑᾶν , σειρῖάζω sparkle fut part act masc nom sg (doric aeolic) σειρῑᾶν , σειρῖάζω sparkle fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειριάσει — σειρῑάσει , σειρῖάζω sparkle aor subj act 3rd sg (epic) σειρῑάσει , σειρῖάζω sparkle fut ind mid 2nd sg σειρῑάσει , σειρῖάζω sparkle fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειριᾷ — σειρῑᾷ , σειρῖάζω sparkle fut ind mid 2nd sg (epic) σειρῑᾷ , σειρῖάζω sparkle fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειριάει — σειρῑάει , σειρῖάζω sparkle fut ind mid 2nd sg (epic) σειρῑάει , σειρῖάζω sparkle fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειριάζει — σειρῑάζει , σειρῖάζω sparkle pres ind mp 2nd sg σειρῑάζει , σειρῖάζω sparkle pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειριάσεις — σειρῑάσεις , σειρῖάζω sparkle aor subj act 2nd sg (epic) σειρῑάσεις , σειρῖάζω sparkle fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειριῶντα — σειρῑῶντα , σειρῖάζω sparkle fut part act neut nom/voc/acc pl σειρῑῶντα , σειρῖάζω sparkle fut part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειριῶσι — σειρῑῶσι , σειρῖάζω sparkle fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σειρῑῶσι , σειρῖάζω sparkle fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειριῶσιν — σειρῑῶσιν , σειρῖάζω sparkle fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σειρῑῶσιν , σειρῖάζω sparkle fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… … Dictionary of Greek